πολωνιστί

πολωνιστί
Ν
επίρρ.
1. σε πολωνική γλώσσα
2. κατά τον πολωνικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πολωνός + επιρρμ. κατάλ. -ιστί (πρβλ. γαλλ-ιστί). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”